Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κολοσσός ο [kolosós] Ο17 : 1. (αρχαιολ.) ονομασία αγάλματος, συνήθ. ανδρικού, τεράστιων διαστάσεων: Ο ~ της Ρόδου. 2. (μτφ.) α. χαρακτηρισμός προσώπου ή πράγματος που έχει πολύ μεγάλες διαστάσεις: Ξενοδοχείο ~. Θαλάσσιος ~, για υπερωκεάνιο, τάνκερ κτλ. Aυτός ο άνδρας είναι ένας ~, πάρα πολύ ψηλός και εξαιρετικά σωματώδης. || H Iαπωνία έγινε μετά τον πόλεμο ένας βιομηχανικός ~. β. που έχει μια θετική ιδιότητα σε πολύ υψηλό βαθμό: ~ της επιστήμης.
[λόγ.: 1: αρχ. κολοσσός· 2: σημδ. γαλλ. colosse < λατ. colossus < αρχ. κολοσσός]