Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κολοσσιαίος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κολοσσιαίος -α -ο [kolosiéos] Ε4 : 1. που έχει το μέγεθος κολοσσού, του οποίου το μέγεθος είναι υπερβολικά μεγάλο: Kολοσσιαίο άγαλμα. Kολοσσιαίο κτίριο. 2. (μτφ.) που είναι υπερβολικά μεγάλος σε μέγεθος, ισχύ κτλ.: Kολοσσιαίο ποσό. Kολοσσιαία περιουσία. Kολοσσιαία κέρδη.

[λόγ. < ελνστ. κολοσσιαῖος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες