Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κολοκυθιά η [kolokiθ
á] Ο24 : 1. ποώδες αναρριχητικό φυτό με έλικες και μεγάλα κίτρινα άνθη. 2. παιδικό παιχνίδι. ΦΡ την ~ θα παίξουμε τώρα;, για να δηλώσει τη δυσφορία του ομιλητή για μια συζήτηση που περιστρέφεται γύρω από το ίδιο θέμα, χωρίς να καταλήγει πουθενά ή για ανόητο και άχρηστο παζάρεμα. [μσν. κολοκυθέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < κολοκυνθέα (κατά το κολοκύθι) < κολοκύνθ(ιν) -έα > -ιά]