Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κολοβώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κολοβώνω [kolovóno] -ομαι Ρ1 : (προφ.) κάνω κτ. κολοβό, αφαιρώ από κτ. ένα τμήμα, συνήθ. το τελευταίο, κυρίως στη μππ.: Kολοβωμένο ποίημα. Παρέδωσε τα σχέδια κολοβωμένα. || Kολοβωμένο άγαλμα, που του λείπουν τα άκρα.

[μσν. κολοβώνω < αρχ. κολοβ(ῶ) -ώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
κολοβώνω.
  • Μετριάζω:
    • η … Θεού πρόνοια … άμποτες να κολοβώσει τα επισειόμενα καθ’ ημών κακά (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 16946 (έκδ. ήσει)).

[αρχ. κολοβόω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες