Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κολοβάκιλος ο [kolovákilos] Ο20α : (ιατρ.) το κολοβακτηρίδιο.
[λόγ. κόλ(ον) -ο- + βάκιλος μτφρδ. διεθ. colibacillus (coli-: γεν. του λατ. colon `μέλος του σώματος, παχύ έντερο΄ < αρχ. κόλον)]