Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κολλητός, επίθ.
-
- Στενά συνδεδεμένος, συνεχόμενος:
- σου φαίνεται ότι έναι κολλητό με τον κάβο (ενν. ένα νησόπουλο) (Πορτολ. Α 35731)·
- τρία νησία και έναι ωσάν κολλητά (Πορτολ. Α 957)·
- τρία κολλητά … παρακκλήσια (Παϊσ., Ιστ. Σινά 134).
[αρχ. επίθ. κολλητός. Η λ. και σήμ.]
- Στενά συνδεδεμένος, συνεχόμενος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κολλητός -ή -ό [kolitós] Ε1 : 1. που έχει συνδεθεί με κτ. άλλο με συγκόλληση ή με επικόλληση: Kολλητό χερούλι / καπάκι. 2. που εφάπτεται σε κάποιο σημείο ή που βρίσκεται δίπλα δίπλα με κτ. άλλο: Tα σπίτια μας / τα δωμάτιά μας / τα γραφεία μας είναι κολλητά. || για ρούχο πολύ στενό, που εφαρμόζει απόλυτα στο σώμα: Kολλητό φόρεμα / παντελόνι / μπλουζάκι. 3. (μτφ.) Kολλητοί φίλοι, πολύ αγαπημένοι, που κάνουν στενή παρέα. || (προφ., ως ουσ.) ο κολλητός (μου) / η κολλητή (μου), ο καλύτερος φίλος μου: Σε ζήτησε ο ~ σου.
κολλητά ΕΠIΡΡ: Tο σπίτι μου είναι ~ στο ταχυδρομείο. [αρχ. κολλητός (2: μσν. σημ.)]