Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κολλητσίδα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κολλητσίδα η [kolitsíδa] Ο26 : 1. (οικ.) κοινή ονομασία διάφορων φυτών, των οποίων οι βλαστοί ή τα σπέρματα περιέχουν κολλητική ουσία. 2. (μτφ.) άνθρωπος φορτικός που συνηθίζει να προσκολλάται απρόσκλητος σε μια συντροφιά ή σε ένα άτομο: Είναι μεγάλη ~. (έκφρ.) μου ΄γινε ~.

[μσν. κολλητσίδα < *κολλητίδα < κολλητ(ός) -ίς > -ίδα με ισχυροπ. της άρθρ. [ti > tsi] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες