Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κολλητικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
κολλητικός, επίθ.
  • 1) Που έχει την ιδιότητα να κολλά:
    • εμίξωνεν ο ασβέστης και ήτον κολλητικός καταπολλά (Hagia Sophia ω 51624).
  • 2) Μεταδοτικός:
    • ην κολλητικόν σα ψώρα να κεντήσει (Γεωργηλ., Θαν. 331).

[αρχ. επίθ. κολλητικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κολλητικός -ή -ό [kolitikós] Ε1 : 1. που έχει την ιδιότητα να κολλά: Kολλητικές ουσίες. 2. (προφ.) για αρρώστια μολυσματική, μεταδοτική: Ο τύφος είναι ~. || (επέκτ.): Tο χασμουρητό είναι κολλητικό. H τρέλα είναι κολλητική.

[κολλη- (κολλώ) -τικός (διαφ. το αρχ. κολλητικός `που περιέχει κόλλα΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες