Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κολλαγόνο το [kolaγóno] Ο39 : (βιολ.) πρωτεΐνη που αποτελεί στοιχείο του συνδετικού ιστού: Nόσοι του κολλαγόνου. || Kρέμες / ενέσεις κολλαγόνου.
[λόγ. < διεθ. colla- < αρχ. κόλλα + -gen = -γόνον, ουδ. του -γόνος]