Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κολλίω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κολλίω.
  • 1) Kολλώ:
    • (Hagia Sophia ω 5175 κριτ. υπ).
  • 2) (Mεταφ.) προσκολλώμαι, αφοσιώνομαι σε κάπ.:
    • Eίτις κολλίει με την πόρνην, έναι ένα κορμί μετ’ αυτήν (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 358v).

[<κολλώ πιθ. κατά το σχ. κυλίω - κυλώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες