Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κολιός ο [kolós] Ο17 : πελαγίσιο ψάρι με γαλαζοπράσινη, πολύ γυαλιστερή ράχη, που συγγενεύει με το σκουμπρί. ΠAΡ Kάθε πράμα στον καιρό του κι ο ~ τον Aύγουστο, κάθε πράγμα πρέπει να γίνεται την κατάλληλη στιγμή.
[αρχ. κολί(ας) μεταπλ. -ός και συνίζ. για αποφυγή της χασμ. (παρετυμ. κολοιός = καλιακούδα(;), δες λ.)]