Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κολικός -ή -ό [kolikós] Ε1 : (ιατρ.) που αναφέρεται στο κόλον: Kολικές αρτηρίες. ~ πόνος, και ως ουσ. ο κολικός, οξύτατος πόνος που εντοπίζεται στην περιοχή του παχέος εντέρου. || (επέκτ., ως ουσ.) οξύτατος πόνος που προκαλείται από τη σύσπαση των μυϊκών τοιχωμάτων ενός κοίλου οργάνου, του οποίου το άνοιγμα έχει αποφραχθεί: ~ του νεφρού / των εντέρων. Hπατικός ~. Έπαθε κολικό.
[λόγ. κόλ(ον) -ικός & γαλλ. colique (θηλ.) για την αρρώστια < λατ. colicus < αρχ. κωλικός `που υποφέρει από κολικό΄ (δες στο κώλος)]