Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κολεκτιβισμός ο [kolektivizmós] Ο17 : κοινωνικοοικονομικό σύστημα που αποδέχεται το θεσμό της κολεκτίβας.
[λόγ. < γαλλ. collectivisme < collectif (κατά τη ρωσ. σημ.: δες κολεκτίβα) -isme = -ισμός]