Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κολαφίζω.
-
- 1) Κολαφίζω, χαστουκίζω:
- ηρχίσαν οι Εβραίοι τον Ιησούν να δέρνουν … και να τον κολαφίζουν (Ντελλαπ., Στ. θρην. 175).
- 2) Χτυπώ:
- κολαφίζει (ενν. ο πελεκάνος) την ιδίαν πλευράν (Φυσιολ. B 78).
[μτγν. κολαφίζω]
- 1) Κολαφίζω, χαστουκίζω: