Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κολατσιό το [kolatsxó] Ο38 : πρόχειρο φαγητό, συνήθ. ανάμεσα στο πρόγευμα και στο γεύμα.
[μσν. κολατσίον < βεν. colaz(ion) -ίον με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- κολατσιό το· κολατσίουν· κολατσό.
-
- 1) Πρόγευμα:
- (Κατζ. Δ´ 27).
- 2) Ώρα προγεύματος:
- απέρασε το κολατσό κι ακόμη δεν εφάνη (Πανώρ. Β´ 51).
[<βεν. colazion(e). Τ. ‑ιού σήμ. ιδιωμ. Η λ. και ο τ. ‑ό και σήμ.]
- 1) Πρόγευμα: