Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κολαστήριο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κολαστήριο το [kolastírio] Ο40 : τόπος βασανισμού ή τιμωρίας. || (επέκτ.) τόπος όπου οι συνθήκες διαβίωσης είναι φρικτές.

[λόγ. < ελνστ. κολαστήριον]

[Λεξικό Κριαρά]
κολαστήριο(ν) το.
  • Τρόπος βασανισμού, βασανιστήριο:
    • ετιμωρούσαν αυτούς … με στρέβλες, ραβδισμούς και με άλλα διάφορα κολαστήρια (Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 164120· Θρ. Κύπρ. Μ 76).

[μτγν. ουσ. κολαστήριον. Η λ. (ο) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες