Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κολασμένος -η -ο [kolazménos] Ε3 : 1. που είναι διεφθαρμένος ηθικά, αμαρτωλός: Kολασμένη ψυχή. 2. (ως ουσ.) ο κολασμένος, αυτός που, σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία, έχει καταδικαστεί στην αιώνια κόλαση, ο αμαρτωλός. || (έκφρ.) της γης οι κολασμένοι, οι φτωχοί και οι αδικημένοι.
[μσν. κολασμένος μππ. του κολάζωΙΙ]