Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κολακεύω [kolakévo] -ομαι Ρ5.2 : 1. επαινώ κπ. με τρόπο υπερβολικό, χωρίς συνήθ. τα λόγια μου να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, με σκοπό να κερδίσω τη συμπάθεια ή την εύνοιά του για προσωπικό όφελος. || ενθαρρύνω ένα ελάττωμα κάποιου, θέλοντας να του γίνω αρεστός: Kολακεύουν τη ματαιοδοξία του. 2. για κτ. που μας τιμά και μας κάνει να αισθανόμαστε υπερήφανοι: Aισθάνθηκε πολύ κολακευμένη από τα λόγια του. Mε κολακεύει πολύ η πρόσκλησή σας / η φιλία σας, ως έκφραση αβροφροσύνης. Mε κολακεύετε!, ως απάντηση σε φιλοφρόνηση. Δε σε κολακεύουν πολύ αυτές οι πράξεις. Kολακεύομαι να πιστεύω ότι
, θέλω να
, αισθάνομαι την ευχαρίστηση να
3. για κτ. που αναδεικνύει τα ωραία στοιχεία και αντίστοιχα κρύβει τις ατέλειες κάποιου: Tα μεγάλα καπέλα την κολακεύουν. Σε κολακεύει πολύ αυτό το φόρεμα!
[αρχ. κολακεύω]
[Λεξικό Κριαρά]
- κολακεύω· κολακεύγω.
-
- 1)
- α) Κολακεύω, καλοπιάνω:
- καθάρια σου μιλώ και δεν σε κολακεύω (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [738])·
- να μαλακτιάνουν τον θυμόν τους Γενουβήσους και να τους κολακέψουν (Μαχ. 32240)·
- β) «μαλακώνω», πραΰνω κάπ.:
- και ποίαν ουκ εύρεν μηχανήν το να με κολακεύει (Λίβ. Sc. 2178).
- α) Κολακεύω, καλοπιάνω:
- 2) Κάνω κ. ευχάριστο:
- να ’δες μικρού φιλήματα …, πώς κολακεύει το φιλίν (Ερωτοπ. 180).
[αρχ. κολακεύω. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]
- 1)