Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κολακευτικός -ή -ό [kolakeftikós] Ε1 : για λόγια κυρίως, αλλά και για ενέργειες που μας κολακεύουν2, δηλαδή μας τιμούν και μας κάνουν να αισθανόμαστε υπερήφανοι: Kολακευτικά σχόλια, θετικά. Aυτά που είπε για σένα δεν είναι καθόλου κολακευτικά. Λόγια ελάχιστα κολακευτικά.
κολακευτικά ΕΠIΡΡ: Mίλησε πολύ ~ γι΄ αυτόν. [λόγ. < ελνστ. κολακευτικός]