Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κολάρο το [koláro] Ο39 : 1α. ο πρόσθετος ή σκληρός γιακάς κυρίως στα άσπρα επίσημα πουκάμισα: Mαλακό / σκληρό ~. ΦΡ φορώ κτ. / περνώ κτ. σε κπ. ~, τον χτυπώ δυνατά με κτ. στο κεφάλι: Tου φόρεσε / του πέρασε την κιθάρα ~. β. ορθοπεδικό περιλαίμιο. γ. το περιλαίμιο των ζώων: Tο ~ του σκύλου. 2. για κτ. που μοιάζει με κολάρο. α. μεταλλικός σύνδεσμος που έχει το σχήμα δαχτυλιδιού και περιβάλλει κτ. κυλινδρικό για να το σφίξει ή να το στερεώσει: Tο ~ του μπουριού της σόμπας. β. (προφ.) ο αφρός της μπίρας στο ποτήρι.
[μσν. κολάρος < βεν. collaro -ς, μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]