Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κολάν το [kolán] Ο (άκλ.) : 1. το καλσόν. 2. παντελόνι ελαστικό, πολύ εφαρμοστό στο σώμα. || (ως επίθ.): Ένα ~ παντελόνι.
[λόγ. < γαλλ. collant (διαφ. το διαλεκτ. κολάνι `ζώνη΄ < τουρκ. kolan)]