Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κολάι το [kolái] Ο (άκλ.) : (οικ.) η ευκολία, η άνεση με την οποία κάνω κτ., κυρίως σε εκφράσεις παίρνω / βρίσκω το ~, εξοικειώνομαι στην εκτέλεση μιας εργασίας ή στην αντιμετώπιση μιας κατάστασης: Στην αρχή δυσκολεύτηκε πολύ να συνηθίσει τους ρυθμούς της δουλειάς αλλά τώρα πήρε το ~. κάθε δουλειά θέλει το ~ της, έχει τον ιδιαίτερο ρυθμό ή τρόπο για να εκτελεστεί εύκολα και σωστά. κάνω κτ. με ~, αργά, χωρίς βιασύνη, με την άνεσή μου.
[τουρκ. kolay]
[Λεξικό Κριαρά]
- κολάινα η.
-
- Περιδέραιο:
- Χρυσήν κολάιναν … εις τον λαιμόν του βάλλει (Κορων., Μπούας 64· 17).
[<ιδιωμ. βεν. colagna. Τ. κολαΐνα (<βεν. colarina) στο Meursius και κολάνα (<βεν. colana) στο Du Cange (λ. κολαΐνα) και σήμ. ιδιωμ.]
- Περιδέραιο: