Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κολάζω [kolázo] -ομαι Ρ2.1 : I1. αμβλύνω, μετριάζω την κακή εντύπωση ή τα δυσάρεστα αποτελέσματα μιας πράξης ή ενός λόγου: Θέλοντας να κολάσει το σφάλμα του. Για να κολαστεί κάπως η αρχική κακή εντύπωση. || προσπαθώ να δικαιολογήσω, να στηρίξω ή να μεθοδεύσω μια ενέργεια: Πώς θα το κολάσουμε το πράγμα; 2. (λόγ., νομ.) επιβάλλω ποινή ή τιμωρία. II. βάζω κπ. σε πειρασμό, τον κάνω να αμαρτήσει: Mη με κολάζεις! Kολάστηκα πάλι σήμερα! Aυτή η γυναίκα κολάζει και παπά, για προκλητικά ντυμένη ή προκλητικά ωραία γυναίκα.
[Ι: λόγ. < αρχ. κολάζω· ΙΙ: μσν. σημ. του μέσου κολάζομαι `τιμωρούμαι, αμαρτάνω΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- κολάζω.
-
- I. Ενεργ. (μτβ. και αμτβ.)
- 1)
- α) Τιμωρώ:
- κολάζει και Θεός … τους εν κακοίς χρονίζοντας (Γλυκά, Στ. Β´ 50)·
- β) καταδικάζω κάπ.:
- Ήμουν εις την δούλεψή σου μέραν νύχταν κολασμένος (Κυπρ. ερωτ. 1176)·
- γ) καταδικάζω κάπ. να πάει στην κόλαση:
- όποιος παραβαίνει αυτούς (ενν. τους θείους νόμους) … θέλει κολασθεί αιωνίως (Ιστ. πατρ. 9911)·
- υπό της πορνείας μέλλει να κολαστούμεν (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 357v)·
- δ) υποβάλλω κάπ. σε βασανιστήρια της κόλασης, βασανίζω:
- διά την απιστίαν τους … πάντοτε να κολάζονται χωρίς ελεημοσύνην (Ιστ. Βλαχ. 2698)·
- γυμνούς ημάς λαβών ανηλεώς κολάσει (Βίος Αλ. 2615).
- α) Τιμωρώ:
- 2)
- α) Παιδεύω, ταλαιπωρώ κάπ.:
- Το λοιπόν μηδέ πειράζεις το κορμί μου να κολάζεις (Αγν., Ποιήμ. Β´ 62)·
- β) (εδώ) κουράζω:
- έπαυσα … το φαρίν κολάζειν (Απόκοπ. 16).
- α) Παιδεύω, ταλαιπωρώ κάπ.:
- 3) Προσπαθώ:
- όλους του Άδη τους νεκρούς κολάζει να γυρίσει (Δεφ., Λόγ. 111).
- 1)
- II. Μέσ. (μτβ. και αμτβ.)
- 1) Παιδεύομαι, ταλαιπωρούμαι, κουράζομαι:
- δωριανά κολάζομαι εις όσα κι αν σου λέγω (Σαχλ. Α´ PM 7)·
- από τον Άδην τους νεκρούς κολάζομαι να ’γείρω (Σαχλ. Α´ PM 11 (έκδ. γύρω· διόρθ. Ξανθουδίδης)).
- 2) Προσπαθώ, καταπιάνομαι να …:
- Εις αύτα τά κολάζουνται μόνον τον κόπον έχουν (Απόκοπ. 219).
- 3) Tιμωρούμαι στην κόλαση:
- ειδέ και διαμένομεν εις αυτήν (ενν. την αμαρτίαν), θέλομεν κολασθεί (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 358r)·
- (με σύστ. αντικ.):
- (Προδρ. III 227).
- 1) Παιδεύομαι, ταλαιπωρούμαι, κουράζομαι:
[αρχ. κολάζω. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ. (μτβ. και αμτβ.)