Παράλληλη αναζήτηση
11 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοκό το [kokó] Ο38 : 1. (παιδ.) το αυγό. 2. (παιδ.) το γλυκό. 3. (σκωπτ.) η συνουσία.
[λ. νηπιακή]
[Λεξικό Κριαρά]
- κοκόδρουλος ο,
- βλ. κροκόδειλος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοκόνα η [kokóna] Ο25α : (παρωχ.) ως προσφώνηση ή χαρακτηρισμός: 1. (λαϊκότρ.) για κυρία, συνήθ. αρχοντικής καταγωγής. 2α. χαϊδευτικά, για γυναίκα και κυρίως κόρη. β. (ειρ.) για γυναίκα μαθημένη στην άνεση και στην πολυτέλεια.
[ρουμ. cocoăna]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κόκορας ο [kókoras] Ο5 πληθ. και κοκόροι στη σημ. I : I1. κατοικίδιο πτη νό, το αρσενικό της κότας, που διακρίνεται εύκολα από το κόκκινο λειρί και το πλούσιο, πολύχρωμο φτέρωμά του· ο πετεινός: Kικιρίκου φωνάζει ο ~ κάθε πρωί. ΦΡ το / τα φορτώνω* στον κόκορα. ΠAΡ Όπου λαλούν πολλοί κοκόροι αργεί να ξημερώσει, για τα αρνητικά αποτελέσματα της ασυντόνιστης ομαδικής εργασίας. Σαρανταπέντε Γιάννηδες* ενός κοκόρου γνώση. 2. (μτφ., προφ.) ως χαρακτηρισμός: α. άνδρα ερωτύλου και καρδιοκατακτητή. β. επιδεικτικού παλικαρά έτοιμου για καβγά: Mη μου κάνεις εμένα τον κόκορα. II. ο επικρουστήρας του μηχανισμού της σκανδάλης στα παλιά πυροβόλα όπλα· ο λύκος 2.
κοκοράκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρός κόκορας. 2. φουσκωτό προς τα επάνω τσουλούφι στο χτένισμα συνήθ. των αγοριών, σταθεροποιημένο με μπριγιαντίνη ή τζελ. 3. παραφωνία στις υψηλές νότες. [I: ηχομιμ. [ko ko r] -ας· II: σημδ. αγγλ. cock]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοκορέτσι το [kokorétsi] Ο44 : (μαγειρ.) είδος φαγητού το οποίο παρασκευάζεται από ψιλοκομμένα εντόσθια αρνιού που τυλίγονται με έντερα και ψήνονται στη σούβλα.
[αλβ. kokoretci]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοκορεύομαι [kokorévome] Ρ5.2β : (προφ.) υπερηφανεύομαι για κτ. με τρόπο κραυγαλέο και ανόητο: Kοκορεύεται για τα πλούτη του / για τις κατακτήσεις του.
[κόκορ(ας) -εύομαι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοκόρι το [kokóri] Ο44 : 1. ο νεαρός κόκορας. 2. ο κόκορας, συνήθ. στον πληθ.: Mαλώνουν / τρώγονται σαν τα κοκόρια, με μεγάλη επιθετικότητα. (έκφρ.) ξυπνάει / σηκώνεται με τα κοκόρια, πολύ πρωί, χαράματα.
[κόκορ(ας) υποκορ. -ι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοκορομαχία η [kokoromaxía] Ο25 : 1. μάχη ανάμεσα σε κοκόρια, συνήθ. ως οργανωμένο θέαμα το οποίο συνοδεύεται από στοιχήματα. 2. (μτφ., ειρ.) ανόητος καβγάς.
[λόγ. κόκορ(ας) -ο- + -μαχία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοκορόμυαλος -η -ο [kokorómnalos] Ε5 : (οικ.) ειρωνικός χαρακτηρισμός ανθρώπου ανόητου, ελαφρόμυαλου.
[κόκορ(ας) -ο- + μυαλ(ό) -ος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοκότα η [kokóta] Ο25α : (προφ.) γυναίκα που εκδίδεται, πόρνη: ~ πολυτελείας.
κοκοτίτσα η YΠΟKΟΡ. [λόγ. < γαλλ. cocott(e) -α· κοκότ(α) -ίτσα]