Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοκοφοίνικας ο [kokofínikas] Ο5 : είδος φοίνικα, του οποίου ο καρπός, ωοειδής ή ελλειψοειδής, με παχύ ινώδες περίβλημα, σκληρό ενδοκάρπιο και πλούσιο σε λάδι ενδοσπέρμιο, ονομάζεται ινδική καρύδα.
[λόγ. κοκο- (< αγγλ. coco) + φοίνιξ > φοίνικας μτφρδ. αγγλ. coco palm < ισπαν. coco]