Παράλληλη αναζήτηση
36 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοκκινο- [ko
ino] & κοκκινό- [ko inó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & κοκκιν- [ko in], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό· (πρβ. ερυθρο-). 1. σε σύνθετα παρατακτικά επίθετα δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από την παρουσία του κόκκινου χρώματος και του χρώματος που εκφράζει το β' συνθετικό: κοκκινόμαυρος. 2. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό έχει κόκκινο χρώμα: ~μάγουλος, ~μάλλης, ~μούρης· ~πίπερο, κοκκινόχωμα. 3. σε σύνθετες λέξεις που αποτελούν την κοινή ονομασία ζώων ή φυτών: ~λαίμης, κοκκινούρης· κοκκινόριζο. [μσν. κοκκιν(ο)- θ. του επιθ. κόκκιν(ος) -ο- ως α' συνθ.: μσν. κοκκινο-βαμμένος]
[Λεξικό Κριαρά]
- κοκκινοβαμμένος, μτχ. επίθ.· κοκκινοβεβαμμένος.
-
- Βαμμένος με κόκκινο χρώμα, κόκκινος:
- χείλη … κοκκινοβαμμένα (Πανώρ. Β´ 189)·
- τα λούλουδα τα κοκκινοβαμμένα (Ερωτόκρ. Α´ 127).
[<επίθ. κόκκινος + μτχ. παρκ. του βάφω]
- Βαμμένος με κόκκινο χρώμα, κόκκινος:
[Λεξικό Κριαρά]
- κοκκινόβαπτος, επίθ.· κοκκινόβαφτος.
-
- Βαμμένος με κόκκινο χρώμα:
- μετάξι κοκκινόβαφτον (Λίβ. Esc. 2148).
[<επίθ. κόκκινος + βαπτός]
- Βαμμένος με κόκκινο χρώμα:
[Λεξικό Κριαρά]
- κοκκινοβαφής, επίθ.
-
- Βαμμένος με κόκκινο χρώμα, κόκκινος:
- ιστία … κοκκινοβαφή (Δούκ. 4175‑6· 17922).
[μτγν. επίθ. κοκκινοβαφής]
- Βαμμένος με κόκκινο χρώμα, κόκκινος:
[Λεξικό Κριαρά]
- κοκκινόβαφος, επίθ.
-
- Βαμμένος με κόκκινο χρώμα, κόκκινος:
- χείλη κοκκινόβαφα (Φλώρ. 813)·
- μετάξια κοκκινόβαφα (Λίβ. N 1888).
[<επίθ. κοκκινοβαφής. Η λ. σε σχόλ.]
- Βαμμένος με κόκκινο χρώμα, κόκκινος:
[Λεξικό Κριαρά]
- κοκκινόβαφτος, επίθ.,
- βλ. κοκκινόβαπτος.
[Λεξικό Κριαρά]
- κοκκινοβεβαμμένος, μτχ. επίθ.,
- βλ. κοκκινοβαμμένος.
[Λεξικό Κριαρά]
- κοκκινογάζωτος, επίθ.
-
- Kεντημένος με κόκκινη κλωστή ή ραμμένος με κόκκινο γαζί:
- (Bαρούχ. 8188).
[<επίθ. κόκκινος + γαζώνω]
- Kεντημένος με κόκκινη κλωστή ή ραμμένος με κόκκινο γαζί:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοκκινογένης ο [kokinojénis] Ο11 : αυτός που τα γένια του έχουν κόκκινο χρώμα.
[κοκκινο- + γέν(ι) -ης]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοκκινογούλι το [kokinoγúli] Ο44 : το παντζάρι.
[μσν. κοκκινογούλι < κοκκινο- + γουλ(ί) -ι]