Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοκκινέλι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοκκινέλι το [kokinéli] Ο44α : είδος κρασιού με κοκκινωπό χρώμα.

[κόκκιν(ος) -έλι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες