Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοκαλιάρης -α -ικο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοκαλιάρης -α -ικο [kokaláris] Ε9 : (μειωτ.) που είναι εξαιρετικά αδύνατος: Ένα κοκαλιάρικο άλογο. Ένας ~ γέρος καθόταν έξω από την εκκλησία και ζητιάνευε. || (ως ουσ.).

[κόκαλ(ο) -ιάρης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες