Παράλληλη αναζήτηση
117 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κοκ 1 το [kók] Ο (άκλ.) : στερεή καύσιμη ύλη που παράγεται μετά την ξηρά απόσταξη των λιθανθράκων.
[λόγ. < γαλλ. coke < αγγλ. coke]
- κοκ 2 το : είδος στρογγυλής πάστας που καλύπτεται από σοκολάτα.
[ίσως γαλλ. coque `κοχύλι΄]
- κόκα 1 η [kóka] Ο25α : 1. κοινή ονομασία του φυτού από τα φύλλα του οποίου εξάγεται η κοκαΐνη. 2. (λαϊκ.) η κοκαΐνη.
[1: λόγ. < νλατ. coca (από γλ. των Ινδιάνων της Aμερικής)· 2: αγγλ. coke < Cocaine (δες κοκαΐνη) (διαφ. το μσν. κόκκα `κεφάλι΄ < ιταλ. cocca)]
- κόκα 2 η : (προφ.) η κόκα κόλα.
[σύντμ. του κόκα κόλα αναλ. προς την αγγλ. σύντμ. coke < Coca-cola (δες κόκα κόλα)]
- κόκα κόλα η [kóka kóla] Ο (άκλ.) : εμπορική ονομασία αεριούχου αναψυκτικού αμερικάνικης προέλευσης.
[αγγλ. Coca-cola σήμα κατατ. (περιέχει εκχύλισμα φύλλων κόκας, όχι ναρκωτικό)]
- κοκαΐνη η [kokaíni] Ο30 : είδος ναρκωτικού.
[λόγ. < γερμ. Kokain < νλατ. coca (δες κόκα
11) (-in = -ίνη)]
- κοκαϊνομανής -ής -ές [kokainomanís] Ε10 : συνήθ. ως ουσ. ο κοκαϊνομανής, θηλ. κοκαϊνομανής, τοξικομανής που έχει εθιστεί στη χρήση της κοκαΐνης.
[λόγ. κοκαΐν(η) -ο- + -μανής]
- κοκαϊνομανία η [kokainomanía] Ο25 : (ιατρ.) τοξικομανία που οφείλεται στη χρόνια χρήση κοκαΐνης.
[λόγ. κοκαΐν(η) -ο- + -μανία]
- κοκαλάκι το.
-
- Ζάρι, κότσι:
- ο ζαριστής ορέγεται να κάτσει στο παιγνίδιν, τα κοκαλάκια να κυλεί (Σαχλ. Α´ PM 161· Σαχλ. N 151).
[<ουσ. κόκαλο + κατάλ. ‑άκι. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Ζάρι, κότσι:
- κοκαλένιος, επίθ.
-
- Κατασκευασμένος από κόκαλο:
- (Αιτωλ., Μύθ. 186), (Σεβήρ., Σημειώμ. 37α).
[<ουσ. κόκαλο(ν) + κατάλ. ‑ένιος. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Κατασκευασμένος από κόκαλο: