Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοιτώνας ο [kitónas] Ο2 : χώρος, δωμάτιο για ύπνο δύο ή περισσότερων ατόμων σε ιδρύματα, στρατώνες κτλ.: ~ οικοτροφείου. Aπαγορεύεται το κάπνισμα στους κοιτώνες.
[λόγ. < αρχ. κοιτών, αιτ. -ῶνα `υπνοδωμάτιο΄]