Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κοινώς, επίρρ.
-
- 1) Γενικά, σε όλους:
- πρόσταγμα βασιλικόν κοινώς εξαπεστάλη (Καλλίμ. 1521).
- 2) Σε κοινή γλώσσα:
- εν απλότητι λέξεων κοινώς διηγουμένη τα γεγονότα (Έκθ. χρον. 12).
[αρχ. επίρρ. κοινώς. Η λ. και σήμ.]
- 1) Γενικά, σε όλους: