Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κοινός, επίθ.
-
- 1) Που ανήκει, που αναφέρεται σε πολλούς ή σε όλους:
- (Ιστ. πατρ. 9514), (Γλυκά, Στ. 50).
- 2) Που ανήκει στην κοινότητα:
- ψάλτης κοινός (Συναδ. φ. 47r).
- 3) Απλός, συνηθισμένος:
- ου θέλω να είμαι βασιλεύς … αλλά στρατιώτης είς κοινός (Αχιλλ. N 229).
- Εκφρ.
- 1) Ο κοινός λαός = η λαϊκή τάξη:
- (Έκθ. χρον. 3022).
- 2) Κοινή αυλή = πολιτικό δικαστήριο:
- (Ασσίζ. 2502).
- 3) Κοινή φωνή = η γλώσσα του λαού:
- (Ασσίζ. 1819).
- 4) Τα κοινά γράμματα = τα πρώτα, τα στοιχειώδη γράμματα:
- (Συναδ. φ. 17v).
- Το ουδ. ως ουσ. =
- 1) Αυτό που είναι κοινό σ’ όλους τους ανθρώπους, η κοινή μοίρα των ανθρώπων· ο θάνατος:
- όταν του έλθει το κοινόν, η ώρα του θανάτου (Χρον. Μορ. P 6283).
- 2) Η κοινή χρήση, η κοινοκτημοσύνη:
- των καλογραιών το κοινόν της τροφής και φορεμάτων (Σφρ., Χρον. 5016).
- 3) Το πλήθος· ο λαός:
- το κοινό του φράγκικου φουσσάτου (Χρον. Μορ. H 1013)·
- μη το νοήσει το κοινόν και ταραχήν σηκώσει (Διήγ. Βελ. χ 351).
- 4) (Πληθ.) η κοινότητα:
- ψάλτης εις τα κοινά (Συναδ. φ. 41v).
[αρχ. επίθ. κοινός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Που ανήκει, που αναφέρεται σε πολλούς ή σε όλους:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοινός -ή -ό [kinós] Ε1 : 1. που ανήκει σε πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς: Kοινή αυλή / κουζίνα. Tα έχουμε όλα κοινά. Είναι ~ μας φίλος. ~ τραπεζικός λογαριασμός. Γίνονται έργα κοινής ωφέλειας, οδοποιίας, αποχέτευσης κτλ. Θα εργαστούμε όλοι για το κοινό καλό. Tο έργο του Ομήρου είναι κοινό κτήμα όλης της ανθρωπότητας. (έκφρ.) σε κοινή θέα*. κοινό μυστικό*. κοινή γυναίκα*. κοινή γνώμη*. κοινό αίσθημα*. 2. που ανήκει σε όλα τα στοιχεία ή που αφορά όλα ή ένα μεγάλο μέρος από τα στοιχεία ενός συνόλου: Έχουμε κοινά συμφέροντα. Έχουν μεταξύ τους πολλά κοινά σημεία. Kοινές ιδιότητες. Kοινό γνώρισμα. Kοινή μοίρα του ανθρώπου είναι ο θάνατος. Ώρες κοινής ησυχίας*. || Kοινή Aγορά, η οικονομική ένωση των κρατών της Ευρώπης, παλαιότερη ονομασία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. || (μαθημ.): ~ διαιρέτης. Kοινό πολλαπλάσιο. ~ παρονομαστής*. || (γραμμ.): Kοινά ή προσηγορικά* ονόματα. 3. που γίνεται συγχρόνως από δύο ή περισσότερα μέρη: Kοινή προσπάθεια. ~ αγώνας. Kοινή μέριμνα. Kοινό ανακοινωθέν. Kοινό διάβημα. Kοινή επιτροπή. Kοινή ζωή, για συμβίωση συνήθ. ζευγαριού. (έκφρ.) από κοινού, όλοι μαζί. 4. που δεν τον χαρακτηρίζει κτ. ξεχωριστό ή ιδιαίτερο, που συναντιέται συχνά, που είναι ευρύτατα γνωστός ή διαδεδομένος· συνηθισμένος, μέσος: Φορούσε ένα κοινότατο φόρεμα. Kοινοί άνθρωποι. Kοινό μυαλό. Aυτό που θέλει ο ~ αναγνώστης. (έκφρ.) κοινή λογική*. ~ νους*. ~ θνητός*. ΦΡ ~ τόπος*. || Kοινή νέα ελληνική γλώσσα, ο τύπος της νέας ελληνικής που χρησιμοποιείται σήμερα από τους περισσότερους ομιλητές της ελληνικής γλώσσας στην Ελλάδα και στο εξωτερικό: H κοινή νέα ελληνική στηρίχτηκε στις νότιες νεοελληνικές διαλέκτους και διαμορφώθηκε στα μεγάλα αστικά κέντρα. 5. (ως ουσ.) α. το κοινό: Δεν υπάρχει τίποτα κοινό ανάμεσά μας. β. τα κοινά, ό,τι αφορά και ενδιαφέρει το κοινωνικό σύνολο, ιδίως η πολιτική: Παρόλο που ο πατέρας του ήταν χρόνια βουλευτής, αυτός δε θέλει να ασχοληθεί με τα κοινά. γ. (γλωσσ.) η Kοινή, η ελληνική γλώσσα των ελληνιστικών χρόνων, που διαμορφώθηκε με βάση την αρχαία αττική διάλεκτο επηρεασμένη κυρίως από ιωνικά στοιχεία και τοποθετείται χρονικά από το θάνατο του Mεγάλου Aλεξάνδρου ως τον 4ο-5ο αι. μ.X.· η ελληνιστική κοινή (γλώσσα): Tα Ευαγγέλια είναι γραμμένα στην Kοινή. δ. (ιστ.) το κοινό, ομοσπονδία πόλεων στην αρχαιότητα: Tο κοινό των Iώνων.
κοινά & (λόγ.) κοινώς ΕΠIΡΡ. (έκφρ.) κατά τα κοινώς λεγόμενα, όπως λέγεται στην κοινή, καθημερινή γλώσσα. [λόγ. < αρχ. κοινός & μτφρδ. γαλλ. commun & αγγλ. common· λόγ. < αρχ. κοινῶς]