Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοινόβιο το [kinóvio] Ο42 : μορφή οργάνωσης της μοναστικής ζωής, σύμφωνα με την οποία οι μοναχοί σιτίζονται σε κοινή τράπεζα, δεν έχουν δικά τους χρήματα, δεν πληρώνονται για τα διακονήματά τους και έχουν ηγούμενο. || μορφή κοινής συμβίωσης, συνήθ. ατόμων χωρίς συγγενικούς δεσμούς, καθώς και ο αντίστοιχος χώρος: Zουν σε ~. Kατέλαβαν ένα παλιό κτίριο και το έκαναν ~.
[λόγ. < ελνστ. κοινόβιον]
[Λεξικό Κριαρά]
- κοινόβιο(ν) το.
-
- (Εκκλ.) κοινοβιακό μοναστήρι:
- από τα κοινόβια εξέβαζαν (ενν. οι Τούρκοι) εγκλείστρες (Θρ. Κων/π. B 114).
[μτγν. ουσ. κοινόβιον. Η λ. (‑ο) και σήμ.]
- (Εκκλ.) κοινοβιακό μοναστήρι: