Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοινωφελής -ής -ές [kinofelís] Ε10 : που είναι ωφέλιμος για το κοινωνικό σύνολο, που εξυπηρετεί τις ανάγκες του κοινωνικού συνόλου: Kοινωφελή ιδρύματα / έργα. Kοινωφελείς σκοποί.
[λόγ. < ελνστ. κοινωφελής]