Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοινωνώ [kinonó] Ρ10.9α : ΣYN μεταλαβαίνω. α. παίρνω τη Θεία Kοινωνία: Nηστεύει, γιατί θα κοινωνήσει. β. (για ιερέα) προσφέρω τη Θεία Kοινωνία: Ήρθε ο παπάς και κοινώνησε τον ετοιμοθάνατο.
[ελνστ. κοινωνῶ, αρχ. σημ.: `παίρνω μέρος΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- κοινωνώ.
-
- I. Ενεργ.
- Α´ Μτβ.
- 1) Παίρνω μέρος, συμμετέχω:
- ο γαρ προθύμως κοινωνών θλίψεσι των φιλούντων, εκείνος φίλος αληθής (Διγ. Z 3297).
- 2) Δίνω μερίδιο ενός πράγματος, προσφέρω:
- ο Χριστός … όλα τα εδικά του … μας τα κοινωνά (Χριστ. διδασκ. 152).
- 1) Παίρνω μέρος, συμμετέχω:
- Β´ (Μτβ. και αμτβ.) μεταλαβαίνω:
- έχει και τα άχραντα μυστήρια σήμερον κοινωνημένα (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 437)·
- να φέρω τον ξαγορευτή παπά να κοινωνήσω (Αλφ. 1086).
- Α´ Μτβ.
- II. (Μέσ.) μεταλαβαίνω:
- να ξομολογηθούν και να κοινωνηθούσιν (Αχέλ. 178).
[αρχ. κοινωνέω. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.