Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοινωνιολογικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοινωνιολογικός -ή -ό [kinoniolojikós] Ε1 : που έχει σχέση με την κοινωνιολογία: H κοινωνιολογική πλευρά ενός προβλήματος. Kοινωνιολογικές σπουδές. Kοινωνιολογικές μελέτες. κοινωνιολογικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. κοινωνιολογ(ία) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες