Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοινωνιογλωσσολογία η [kinonioγlosolojía] Ο25 : (γλωσσ.) κλάδος της γλωσσολογίας που μελετά την επίδραση της κοινωνικής δομής στη γλώσσα, τους τρόπους δηλαδή με τους οποίους η γλώσσα επηρεάζεται από, και κατά συνέπεια αντανακλά, κοινωνικές διαφορές ανάμεσα στα μέλη μιας γλωσσικής κοινότητας.
[λόγ. κοινωνιο- + γλωσσολογία μτφρδ. αγγλ. sociolinguistics]