Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοινωνιο- [
inonio] & κοινωνιό- [ inonió], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : (επιστ.) α' συνθετικό για την απόδοση στα νέα ελληνικά ξένων επιστημονικών όρων με αναφορά στην έννοια της κοινωνίας ή την επιστήμη της κοινωνιολογίας: ~γλωσσολογία, κοινωνιόγραμμα, ~θεραπεία, ~μετρία. [λόγ. θ. του ουσ. κοινωνί(α) -ο- ως α' συνθ. μτφρδ. διεθ. socio-: κοινωνιο-λογία < γαλλ. sociologie, κοινωνιο-γλωσσολογία < αγγλ. sociolinguistics]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοινωνιογλωσσολογία η [kinonioγlosolojía] Ο25 : (γλωσσ.) κλάδος της γλωσσολογίας που μελετά την επίδραση της κοινωνικής δομής στη γλώσσα, τους τρόπους δηλαδή με τους οποίους η γλώσσα επηρεάζεται από, και κατά συνέπεια αντανακλά, κοινωνικές διαφορές ανάμεσα στα μέλη μιας γλωσσικής κοινότητας.
[λόγ. κοινωνιο- + γλωσσολογία μτφρδ. αγγλ. sociolinguistics]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοινωνιογλωσσολογικός -ή -ό [kinonioγlosolojikós] Ε1 : (γλωσσ.) που αναφέρεται στην κοινωνιογλωσσολογία: Kοινωνιογλωσσολογική μελέτη.
κοινωνιογλωσσολογικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. κοινωνιογλωσσολογ(ία) -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοινωνιολογία η [kinoniolojía] Ο25 : η επιστήμη που εξετάζει το χαρακτήρα και τις μορφές της ζωής των ανθρώπων μέσα στην κοινωνία, τις ιστορικές μεταβολές που υφίσταται μια κοινωνία, καθώς και τις δυνάμεις που τη διαμορφώνουν: Εφαρμοσμένη ~. Bιομηχανική ~. ~ της δουλειάς / της θρησκείας / του Δικαίου.
[λόγ. κοινωνιο- + -λογία μτφρδ. γαλλ. sociologie]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοινωνιολογικός -ή -ό [kinoniolojikós] Ε1 : που έχει σχέση με την κοινωνιολογία: H κοινωνιολογική πλευρά ενός προβλήματος. Kοινωνιολογικές σπουδές. Kοινωνιολογικές μελέτες.
κοινωνιολογικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. κοινωνιολογ(ία) -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]