Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοινωνικοποιώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοινωνικοποιώ [kinonikopió] -ούμαι Ρ10.9 : 1. εντάσσω, ενσωματώνω κπ. μέσα στο κοινωνικό σύνολο. 2. προβαίνω σε κοινωνικοποίηση των οικονομικών αγαθών.

[λόγ. κοινωνικ(ός) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. socialiser & αγγλ. socialise]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες