Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοινοποιώ [kinopió] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω κτ. γνωστό σε ένα ευρύτερο κοινό με τρόπο επίσημο, συνήθ. εγγράφως: Kοινοποίησε σε όλους την απόφασή του να παραιτηθεί. || επιδίδω σε κπ. ένα δημόσιο έγγραφο: Δε μου κοινοποιήθηκε ακόμα ο διορισμός / η απόλυση / η μετάθεση.
[λόγ. < ελνστ. κοινοποιῶ]