Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοινοκτημοσύνη η [kinoktimosíni] Ο30 : σε ένα κοινωνικό σύνολο, η από κοινού ιδιοκτησία και χρήση των υλικών αγαθών. || (νομ.) στο οικογενειακό δίκαιο, θεσμός βάσει του οποίου ορισμένα περιουσιακά στοιχεία ανήκουν και στους δύο συζύγους.
[λόγ. < φρ. κοινο- + κτήμ(α) -οσύνη μτφρδ. γαλλ. communauté des biens]