Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοινοβουλευτικός -ή -ό [kinovuleftikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο κοινοβούλιο ή στον κοινοβουλευτισμό: Kοινοβουλευτική ομά δα, οι βουλευτές ενός κόμματος: Στη συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος ακούστηκαν αιχμές εναντίον της ηγεσίας. Kοινοβουλευτική αντιπροσωπεία, από βουλευτές όλων των κομμάτων. Kοινοβουλευτικό σύστημα. Kοινοβουλευτική δημοκρατία. Kοινοβουλευτικό καθεστώς.
κοινοβουλευτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. κοινοβουλευτικός `που αναφέρεται σε συνδιάσκεψη΄]