Παράλληλη αναζήτηση
29 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κοινό το [kinó] Ο38 (χωρίς πληθ.) : 1. η μεγάλη μάζα του πληθυσμού, σύνολο ανθρώπων οι οποίοι συνδέονται με χαλαρούς και άτυπους κοινωνικούς δεσμούς, σαφείς όμως ως προς τα ενδιαφέροντα και τους ευρύτερους προσανατολισμούς: Aπαγορεύεται η είσοδος στο ~. H έκθεση θα είναι ανοιχτή για το ~. H ενημέρωση του κοινού από τον ημερήσιο τύπο. Tο ευρύ / το μεγάλο ~. 2. σύνολο ανθρώπων που μετέχουν σε μια κοινωνική ή άλλη δραστηριότητα ή παρακολουθούν ως αναγνώστες, ακροατές, θεατές ή επισκέπτες μια καλλιτεχνική, επιστημονική, αθλητική ή άλλη εκδήλωση: Tο καταναλωτικό / το αγοραστικό ~. Φίλαθλο ~. Εφημερίδα / περιοδικό με μεγάλο αναγνωστικό ~. Tο ~ ανεβάζει και κατεβάζει καλλιτέχνες. Εκλεκτό / δύσκολο / απαιτητικό ~. (λόγ. έκφρ.) το φιλοθεάμον* ~. || Kάθε συγγραφέας / καλλιτέχνης έχει το δικό του ~. || (επέκτ.): Mερικοί άνθρωποι χρειάζονται γύρω τους ένα ~.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. κοινός σημδ. γαλλ. public (αρχ. τό κοινόν `η πολιτεία΄)]
- κοινο- [
ino] & κοινό- [ inó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· συνήθ. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: 1. αναφέρεται στα κοινά, σε πολιτική ζωή σύμφωνη με το δημοκρατικό πολίτευμα: ~βούλιο, ~βουλευτικός. 2. αναφέρεται: α. στην έννοια από κοινού, μαζί με άλλον: ~γαμία, ~κτημοσύνη, ~πραξία· κοινόχρηστος. β. στον κοινό καθημερινό λόγο: ~λεξία, κοινόλεκτος. γ. στην κοινή ζωή του μοναστηριού: κοινόβιο, ~βιότητα. 3. γίνεται δημόσια: ~λογώ, ~ποιώ· ~ποίηση. 4. (επιστ.) ~σάρκιο, ~κύτταρο. [λόγ. < αρχ. κοινο- θ. του επιθ. κοινό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. κοι νο-λογοῦμαι, ελνστ. κοινο-βούλιον `γενική συνέλευση΄, μσν. κοινό-βιον]
- κοινοβιάζω.
-
- (Εκκλ.) γίνομαι μέλος κοινοβίου:
- (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 1048).
[<ουσ. κοινόβιον + κατάλ. ‑ιάζω. Η λ. στο Somav.]
- (Εκκλ.) γίνομαι μέλος κοινοβίου:
- κοινοβιακός -ή -ό [kinoviakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο κοινόβιο: Kοινοβιακό μοναστήρι. ANT ιδιόρρυθμο. Kοινοβιακή οργάνωση / ζωή.
κοινοβιακά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. κοινοβιακός]
- κοινοβιάρχης ο.
-
- (Εκκλ.) ηγούμενος κοινοβιακού μοναστηριού:
- (Χίκα, Μονωδ. 156).
[<ουσ. κοινόβιον + ‑άρχης. Η λ. τον 6. αι. και σήμ.]
- (Εκκλ.) ηγούμενος κοινοβιακού μοναστηριού:
- κοινοβιάτης ο.
-
- (Εκκλ.) μέλος κοινοβίου:
- Περί μοναχών κοινοβιατών ότι χώρια εδικά τους τίποτες να μην κρατούν (Βακτ. αρχιερ. 166).
[<ουσ. κοινόβιον + κατάλ. ‑ιάτης. Λ. ‑βιώτης τον 5. αι. Η λ. και σήμ.]
- (Εκκλ.) μέλος κοινοβίου:
- κοινοβιάτικος, επίθ.
-
- (Εκκλ.) που ανήκει ή ταιριάζει σε κοινόβιο:
- (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 2523).
[<ουσ. κοινοβιάτης + κατάλ. ‑ικος]
- (Εκκλ.) που ανήκει ή ταιριάζει σε κοινόβιο:
- κοινόβιο το [kinóvio] Ο42 : μορφή οργάνωσης της μοναστικής ζωής, σύμφωνα με την οποία οι μοναχοί σιτίζονται σε κοινή τράπεζα, δεν έχουν δικά τους χρήματα, δεν πληρώνονται για τα διακονήματά τους και έχουν ηγούμενο. || μορφή κοινής συμβίωσης, συνήθ. ατόμων χωρίς συγγενικούς δεσμούς, καθώς και ο αντίστοιχος χώρος: Zουν σε ~. Kατέλαβαν ένα παλιό κτίριο και το έκαναν ~.
[λόγ. < ελνστ. κοινόβιον]
- κοινόβιο(ν) το.
-
- (Εκκλ.) κοινοβιακό μοναστήρι:
- από τα κοινόβια εξέβαζαν (ενν. οι Τούρκοι) εγκλείστρες (Θρ. Κων/π. B 114).
[μτγν. ουσ. κοινόβιον. Η λ. (‑ο) και σήμ.]
- (Εκκλ.) κοινοβιακό μοναστήρι:
- κοινοβουλευτικός -ή -ό [kinovuleftikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο κοινοβούλιο ή στον κοινοβουλευτισμό: Kοινοβουλευτική ομά δα, οι βουλευτές ενός κόμματος: Στη συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος ακούστηκαν αιχμές εναντίον της ηγεσίας. Kοινοβουλευτική αντιπροσωπεία, από βουλευτές όλων των κομμάτων. Kοινοβουλευτικό σύστημα. Kοινοβουλευτική δημοκρατία. Kοινοβουλευτικό καθεστώς.
κοινοβουλευτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. κοινοβουλευτικός `που αναφέρεται σε συνδιάσκεψη΄]