Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κοινά, επίρρ.
-
- Από κοινού, μαζί, γενικά:
- να κλαύσω … την μεγάλην … συμφοράν οπού κοινά όλους μας εκατέλαβε σήμερον; (Χίκα, Μονωδ. 7).
[<επίθ. κοινός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Από κοινού, μαζί, γενικά:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοιναγορίτης ο [kinaγorítis] Ο10 : (προφ.) ο κάτοικος χώρας της Kοινής Aγοράς, της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης. || αυτός που εργάζεται σε υπηρεσία της Kοινής Aγοράς.
[φρ. Κοιν(ή) Aγορ(ά) -ίτης]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοιναγορίτικος -η -ο [kinaγorítikos] Ε5 : (προφ.) που ανήκει στην Kοινή Aγορά ή προέρχεται από την Kοινή Aγορά, τη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση: Kοιναγορίτικα προϊόντα.
[κοιναγορίτ(ης) -ικος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοιναισθησία η [kinesθisía] Ο25 : (ψυχ.) η αόριστη και γενική αίσθηση που έχει κάθε άνθρωπος για την ύπαρξή του, ανεξάρτητα από τις πληροφορίες που δίνουν τα αισθητήρια όργανα.
[λόγ. < νλατ. coenesthesia < αρχ. κοιν(ός) + αἴσθησ(ις) -ia = -ία]