Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοιμούμαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κοιμούμαι· κοιμώμαι· μτχ. ενεστ. κοιμώντα· κοιμώντας.
  • Α´ Αμτβ.
    • 1) Πλαγιάζω, κοιμούμαι:
      • έμαθες απονωρίς να πέφτεις να κοιμάσαι (Ch. pop. 821
      • (με είδος σύστ. αντικ.):
        • ύπνον γλυκύν … εκοιμήθην (Ιμπ. 659).
    • 2) Πεθαίνω, κείτομαι νεκρός:
      • εκοιμήθην εκεί ο άγιος και εθάψαν τον (Μαχ. 3431
      • κρυγιός κι ανέγνωρος παντοτινά κοιμάται (Ερωτόκρ. Δ´ 1987
      • (με είδος σύστ. αντικ.):
        • εκοιμήθη τον μακάριον ύπνον (Ιστ. πολιτ. 3121
      • φρ. κοιμούμαι θάνατον = πεθαίνω:
        • (Διήγ. πανωφ. 61).
    • 3) Πλαγιάζω· έρχομαι σε ερωτική επαφή:
      • εκοιμήθηκα μαζί του και εγέννησα εσένα (Πτωχολ. Β 354).
    • 4) Αδιαφορώ, εφησυχάζω, αδρανώ:
      • ο πρίντζης … και ο κοντοστάβλης … δεν κοιμούνται, αμμέ εννοιάζουνται πώς να μας σκοτώσουν (Μαχ. 43422).
  • Β´ (Μτβ.) έρχομαι σε ερωτική επαφή, συνευρίσκομαι:
    • εκοιμήθην την κι εξεπαρθένευσέν την (Βέλθ. 1046).

[αρχ. κοιμάομαι. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες