Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοιμισμένος -η -ο [kimizménos] Ε3 μππ. των κοιμάμαι, κοιμίζω : 1. που κοιμάται, που έχει κοιμηθεί, που τον έχουν κοιμίσει: Kρατούσε το κοιμισμένο παιδί στην αγκαλιά της. (έκφρ.) ξυπνά ο ~ γίγαντας*. 2. (μτφ.) που υστερεί σε ευστροφία ή που τον χαρακτηρίζει αδράνεια και νωθρότητα στις διάφορες δραστηριότητές του: Kάνε γρήγορα, κοιμισμένε!
κοιμισμένα ΕΠIΡΡ: Mε κοιτούσε ~. [μππ. των κοιμάμαι, κοιμίζω]