Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοιμητήριο το [kimitírio] Ο40 : (εκκλ.) το νεκροταφείο.
[λόγ. < ελνστ. κοιμητήριον, αρχ. σημ.: `υπνοδωμάτιο΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- κοιμητήριον το· κοιμηντήριον· κοιμητήρι· κοιμητήριν.
-
– Βλ. και σιμιντίριν.
- 1) Τάφος, μνήμα:
- το κοιμητήριν του αγίου Τριφυλλίου … ανοίξαν το (Μαχ. 3414).
- 2) Νεκροταφείο:
- δυσμόθεν του χωριού … έστι το κοιμητήριον ανδρών τε και θηλείων (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1868).
[αρχ. ουσ. κοιμητήριον. Ο τ. ‑ι στο Βλάχ. και σήμ. Ο τ. ‑ιν και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- 1) Τάφος, μνήμα: