Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοιμίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοιμίζω [kimízo] Ρ2.1α μππ. κοιμισμένος* : α. κάνω κπ. να κοιμηθεί· αποκοιμίζω: Kάνετε ησυχία, γιατί κοιμίζει το μωρό. || δημιουργώ σε κπ. διάθεση για ύπνο, κυρίως λόγω ανίας: Σε κοιμίζει, όταν μιλάει. β. προκαλώ ύπνο σε κπ. με τεχνητά μέσα: Tον κοίμισε με υπνωτικό και τον έκλεψε. Έπρεπε να τον κοιμίσουν πριν κάνουν την επέμβαση, να τον ναρκώσουν.

[αρχ. κοιμίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
κοιμίζω.
  • I. Ενεργ.
    • 1)
      • α) Βάζω κάπ. να κοιμηθεί, κοιμίζω κάπ.:
        • εκοίμισαν δε και τον γαμπρόν και την νύφην (Σπανός A 474
        • (με είδος σύστ. αντικ.):
          • ύπνον εκοίμισέν τον (Συναξ. γυν. 87
      • β) ξαπλώνω, πλαγιάζω κάπ.:
        • εις κλινάριν ολόχρυσον ήραν, εκοίμισάν την (Πόλ. Τρωάδ. 7222).
    • 2) Καταπραΰνω:
      • ας κοιμίσει την κακοσύνην του (Μαχ. 16819).
  • II. Μέσ.
    • 1) Eίμαι ξαπλωμένος, κοιμισμένος:
      • (Πανώρ. Α´ 453).
    • 2) Aδρανώ:
      • οι αίσθησες βρίσκονται κοιμισμένες (Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ [1017]).

[αρχ. κοιμίζω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες