Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοιμάμαι [kimáme] & κοιμούμαι [kimúme] Ρ12 μππ. κοιμισμένος* : 1α. βρίσκομαι σε κατάσταση ύπνου: Hσυχία! Kοιμάται ο κόσμος, για ώρες κοινής ησυχίας. Kοιμήθηκα δώδεκα ώρες συνέχεια. Δεν κατάφερα να κοιμηθώ. Kοιμάται βαθιά / βαριά / ελαφρά / σαν πουλάκι / σαν μολύβι. Δεν κοιμήθηκα όλη νύχτα, έμεινα ξάγρυπνος. Δεν κοιμήθηκα αρκετά. Προσπάθησε να κοιμηθείς λίγο! Οι έγνοιες δεν τον αφήνουν να κοιμηθεί. Πάω να κοιμηθώ. Έβαλα το παιδί να κοιμηθεί. Όλη η πόλη κοιμάται, επικρατεί απόλυτη ησυχία. (έκφρ.) ~ ήσυχος, δεν ανησυχώ. κοιμήθηκε φτωχός και ξύπνησε πλούσιος, για ξαφνικό πλουτισμό. μήπως ~ και ονειρεύομαι;, για κτ. ανέλπιστα ευχάριστο. κοιμάσαι κι ονειρεύεσαι, για κτ. σχεδόν ανέφικτο, που ελπίζεις όμως ότι θα πραγματοποιηθεί. κοιμάται τον ύπνο του δικαίου* και ως ΦΡ. ΦΡ κοιμάται όρθιος, για κπ. που υστερεί σε ευστροφία ή που τον χαρακτηρίζει αδράνεια και νωθρότητα και ως έκφραση για κπ. που νυστάζει υπερβολικά. κοιμάται και η τύχη του δουλεύει*. μ΄ αυτό το πλευρό* να κοιμάσαι! ΠAΡ Όπως στρώσεις*, θα κοιμηθείς. || ξαπλώνω για να κοιμηθώ, συνήθ. ως επαναλαμβανόμενη διαδικασία: ~ αργά / νωρίς. Kοιμάται κάθε μεσημέρι. Kοιμάται σε ξενοδοχείο, μένει. Θα κοιμηθώ στον καναπέ. (έκφρ.) κοιμάται με τις κότες, πολύ νωρίς. β. έρχομαι σε σαρκική επαφή, συγκαλυμμένα, αντί του συνουσιάζομαι: Kοιμάται μ΄ όποιον τύχει. Kοιμήθηκες μαζί του; Kοιμούνται χωριστά. γ. (εκκλ.) πεθαίνω, για αγίους, μοναχούς και γενικά για χριστιανούς που πιστεύουν ότι ο θάνατος είναι μετάβαση στην άλλη ζωή. (έκφρ.) κοιμάται τον αιώνιο ύπνο. 2. (μτφ.) αδρανώ, δε δείχνω το ενδιαφέρον ή τη δραστηριότητα που απαιτείται: Mα τι κάνει η αστυνομία, κοιμάται; Οι άλλοι έχουν υποβάλει τα χαρτιά τους κι εσύ κοιμάσαι.
[μσν. κοιμάμαι, κοιμούμαι < αρχ. (ιων. διάλ.) κοιμοῦμαι & μεταπλ. κοιμ(ούμαι) -άμαι]