Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κοιλιακός, επίθ.
-
- Σχετικός με την κοιλιά και τα έντερα:
- κοιλιακῴ νοσήματι (Δούκ. 40731).
- Το ουδ. ως ουσ. = δυσεντερία· διάρροια:
- το κοιλιακόν τούς εκόλλησε κι επόθαναν οι Φράγκοι (Χρον. Μορ. P 7206· Ασσίζ. 1825).
[μτγν. επίθ. κοιλιακός. Η λ. και σήμ.]
- Σχετικός με την κοιλιά και τα έντερα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοιλιακός -ή -ό [kiliakós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται ή που γίνεται στην κοιλιά: Kοιλιακή αρτηρία. Kοιλιακά νεύρα. Kοιλιακοί μύες και ως ουσ. οι κοιλιακοί, όταν πρόκειται για την άσκηση των κοιλιακών μυών. Kοιλιακή αναπνοή. ~ τύφος. || (ως ουσ.) τα κοιλιακά, πόνος στην κοιλιά και στα έντερα.
[λόγ. < ελνστ. κοιλιακός]